Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Ο λαγός και ο σκύλος

















Λαγωός και κύων

Θάμνου λαγωὸν δασυπόδην ἀναστήσας
κύων ἐδίωκεν οὐκ ἄπειρος ἀγρεύειν,
δρόμῳ δ' ἐλείφθη. καὶ τις αἰπόλος σκώπτων
"ὁ πηλίκος σου" φησίν " εὑρέθη θάσσων."
ὁ δ' εἶπεν "ἄλλως ἄλλον ἁρπάσαι σπεύδων
τρέχει τις, ἄλλως δ' αὑτὸν ἐκ κακοῦ σώζων."



Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον – και πώς θα το μπορούσε;...
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον :
« Μικρός μα γρήγορος λαγός, τσάμπα ιδρώνεις, άστον! »
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει:
« Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μ’ αυτόν που κυνηγάει...»

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Ο γάιδαρος που κουβαλά το αλάτι




















Ὄνος ἅλας βαστάζων 

Ὄνος ἅλας βαστάζων ποταμὸν διήρχετο· ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἁλὸς κουφότερος ἐξανέστη. ἡσθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ ἐπειδὴ ὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος κατά τινα ποταμὸν ἐγένετο, ᾠήθη, ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσῃ, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται· καὶ δὴ ἑκὼν ὠλίσθησε· συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι ἐν τούτῳ ἀποπνιγῆναι.
   οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι διὰ τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσιν εἰς συμφορὰς ἑαυτοὺς ἐμβάλλοντες.


Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι.
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο.
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει.
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη.

Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο.
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το ’χε σώσει.
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει.
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνε…

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν 
για τις εμπνεύσεις που έχουν…

Το έργο είναι του  Milo Winter (1888 – 1956)

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Το πρόβατο που κούρευαν













Πρόβατον κειρόμενον

Πρόβατον ἀφυῶς κειρόμενον πρὸς τοὺς κείροντας ἔφη· «εἰ μὲν ἔρια ζητεῖτε, ἀνωτέρω τέμνετε· εἰ δὲ κρέως ἐπιθυμεῖτε, ἅπαξ με καταθύσατε, τοῦ κατὰ μικρὸν βασανίζειν ἀπαλάξαντες.»
Πρὸς τοὺς ἀφυῶς ταῖς τέχναις προσφερομένους ὁ λόγος εὔκαιρος.


Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν·
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν.
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του,
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του:
« Θέτε από μένα το μαλλί; Να κόβετε πιο πάνω.
Θέτε το κρέας μου φαΐ; Σφάξτε με να πεθάνω ».

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους, να την κατέχεις·
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα ’χουν όση έχεις.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ο πατέρας και το φίδι























Γεωργός καί ὄφις

Γεωργοῦ παῖδα ὄφις ἑρπύσας ἀπέκτεινεν. Ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας πέλεκυν ἀνέλαβε καὶ παραγενόμενος εἰς τὸν φωλεὸν αὐτοῦ εἱστήκει παρατηρούμενος, ὅπως, ἂν ἐξίῃ, εὐθέως αὐτὸν πατάξῃ. Παρακύψαντος δὲ τοῦ ὄφεως, κατενεγκὼν τὸν πέλεκυν, τοῦ μὲν διήμαρτε, τὴν δὲ παρακειμένην πέτραν διέκοψεν. Εὐλαβηθεὶς δὲ ὕστερον παρεκάλει αὐτὸν ὅπως αὐτῷ διαλλαγῇ. Ὁ δὲ εἶπεν· " Ἀλλ' οὔτε ἐγὼ δύναμαί σοι εὐνοῆσαι, ὁρῶν τὴν κεχαραγμένην πέτραν, οὔτε σὺ ἐμοὶ ἀποβλέπων εἰς τὸν τοῦ παιδὸς τάφον."

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι αἱ μεγάλαι ἔχθραι οὐ ῥᾳδίως τὰς καταλλαγὰς ἔχουσι.

Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι.
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του.

Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας.

Τσεκούρι έχει στο χέρι·
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απ’ τη φωλιά του·
καρτέρι του θανάτου.

Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε.
Το χέρι ξαστοχάει·
κομμάτι βράχου σπάει.

Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει:
« Κακώς ό,τι εγίνη·
ας κάνουμε ειρήνη ».

Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει:

« Ειρήνη πώς μου τάζεις;…
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχο…»  

Πληγή που τον πονάει 
κανένας δεν ξεχνάει. 
Στο νου του κάθε αρρώστου 
η αρρώστια του, εχθρός του.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Η μύγα











 Μυῖα

Μυῖα ἐμπεσοῦσα εἰς χύτραν κρέως, ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ ζωμοῦ ἀποπνίγεσθαι ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι· κἂν ἀποθάνω, οὐδέν μοι μέλει». 
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὸν θάνατον οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀβασανίστως παρακολουθήσῃ.
  
Μια μύγα κρέας που ’βραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει.
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί· και λούσιμο είχε κάνει·
γι’ αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει.

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ό,τι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Οι μύγες













 Μυῖαι 

Ἐν τινι ταμιείω μέλιτος ἐκχυθέντος μυῖαι προσπτᾶσαι κατήσθιον, διὰ δὲ τὴν γλυκύτηταν τοῦ καρποῦ οὐκ ἀφίσταντο. Ἐμπαγέντων δὲ αὐτῶν τῶν ποδῶν ὡς οὐκ ἠδύναντο ἀναπτῆναι, ἀποπνιγόμεναι ἔφασαν: "ἄθλιαι ἡμεῖς αἱ διὰ βραχεῖαν ἡδονὴν ἀπολλύμεθα" .

Οὕτω πολλάκις ἡ λιχνεία πολλῶν κακῶν αἰτία γίνεται.

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν.
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν.

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία· 
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Το κοράκι και η αλεπού


















 

Κόραξ καὶ ἀλώπηξ 

Κόραξ κρέας ἁρπάσας ἐπί τινος δένδρου ἐκάθισεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν καὶ βουλομένη τοῦ κρέατος περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν, λέγουσα καὶ ὡς πρέπει αὐτῷ μάλιστα τῶν ὀρνέων βασιλεύειν, καὶ τοῦτο πάντως ἂν ἐγένετο, εἰ φωνὴν ἔχειν. Ὁ δὲ παραστῆσαι αὐτῇ θέλων ὅτι καὶ φωνὴν ἔχει, ἀποβαλὼν τὸ κρέας μεγάλα ἐκεκράγει. Ἐκείνη δὲ προσδραμοῦσα καὶ τὸ κρέας ἁρπάσασα ἔφη· «Ὦ κόραξ, καὶ φρένας εἰ εἶχες, οὐδὲν ἂν ἐδέησας εἰς τὸ πάντων σε βασιλεῦσαι.»
Πρὸς ἄνδρα ἀνόητον ὁ λόγος εὔκαιρος.


Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απ’ το χώμα.
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη·
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε, είπε, να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει.
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει.
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του, να κράξει,
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά ν’ αρπάξει.
Και πριν να φάει τη λεία της, του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια:
« Όλα θα τα ’χες κόρακα, τίποτε να ζηλεύεις,
αν αποκτούσες και μυαλό· γι’ αυτό δε βασιλεύεις ».

*Το έργο είναι του  Arthur Rackham (1912)

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Ο λύκος και η γριά

  




















Λύκος και γρας

Λύκος λιμώττων περιει ζητν τροφήν. Γενόμενος δ κατά τινα τόπον, κουσε παιδίου κλαίοντος κα γρας λεγούσης ατ· «Πασαι το κλαίειν· ε δ μή, τ ρ ταύτ πιδώσω σε τ λύκ.» Οόμενος δ λύκος τι ληθεύει γρας, στατο πολλν κδεχόμενος ραν. ς δ᾿ σπέρα κατέλαβεν, κούει πάλιν τς γρας κολακευούσης τ παιδίον κα λεγούσης ατ· «Ἐὰν λθ λύκος δερο, φονεύσομεν, τέκνον, ατόν.» Τατα κούσας λύκος πορεύετο λέγων· «ν ταύτ τ παύλει λλα μν λέγουσιν, λλα δ πράττουσιν.» 
  μθος πρς νθρώπους οτινες τ ργα τος λόγοις οκ χουσιν μοια.

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος.
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει:
« Κι αν σ’ έχω εγγόνι, ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω ».
Γι’ αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει..
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει,
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει:
« Ο λύκος εάν πλησιάσει,
ευθύς τη ζωή του θα χάσει ».
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει,
προς τον εαυτό του μιλάει:
« Σ’ αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια, μα οι πράξεις λεν άλλα ».


* Το έργο είναι του Gustave Dore (1832–1883)

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Η κολοβή αλεπού



  
Ἀλώπηξ κόλουρος

 Ἀλώπηξ ὑπό τινος πάγης τὴν οὐρὰν ἀποκοπεῖσα, ἐπειδὴ δι' αἰσχύνην ἀβίωτον ἡγεῖτο τὸν βίον ἔχειν, ἔγνω δεῖν καὶ τὰς ἄλλας ἀλώπεκας εἰς τὸ αὐτὸ προαγαγεῖν, ἵνα τῷ κοινῷ πάθει τὸ ἴδιον ἐλάττωμα συγκρύψῃ. Καὶ δὴ ἁπάσας ἀθροίσασα παρῄνει αὐταῖς τὰς oὐρὰς ἀποκόπτειν, λέγουσα ὡς οὐκ ἀπρεπὲς μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ περισσόν τι αὐταῖς βάρος προσήρτηται. Τούτων δέ τις ὑποτυχοῦσα ἔφη· " Ὦ αὕτη, ἀλλ' εἰ μή σοι τοῦτο συνέφερεν, οὐκ ἂν ἡμῖν τοῦτο συνεβούλευσας."

Οὗτος ὁ λόγος ἁρμόττει πρὸς ἐκείνους οἳ τὰς συμβουλίας ποιοῦνται τοῖς πέλας οὐ δι' εὔνοιαν, ἀλλὰ διὰ τὸ ἑαυτοῖς συμφέρον.



Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά.
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθ’ αλεπούς.
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είν’ οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιά…
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή:
« Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονεί…
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού ’ναι αυτής δε θα ρωτούν…»

* Το έργο είναι του Randolph Caldecott (1846 – 1886)

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Η καλιακούδα και η αλεπού




Κολοιός καί  Ἀλώπηξ

Κολοιὸς λιμώττων ἐπί τινος συκῆς ἐκάθισεν· εὑρὼν δὲ τοὺς ὀλύνθους μηδέπω πεπείρους προσέμενεν ἕως σῦκα γένωνται. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτον ἐγχρονίζοντα καὶ τὴν αἰτίαν παρ᾿ αὐτοῦ μαθοῦσα ἔφη · «Ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ οὗτος, ἐλπίδι προσέχων, ἥτις βουκολεῖν μὲν οἶδε, τρέφειν δὲ οὐδαμῶς.»



Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι.
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή·
σαν έμαθε τι θέλει,
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απ’ το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει:
« Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά,
καθόλου όμως δεν τρέφει ».


*Έργο του Ernest Griset, 1869

Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Ο τυφλός




















Ἀνὴρ πηρὸς

Ἀνὴρ πηρὸς εἰώθει πᾶν τὸ ἐπιτιθέμενον εἰς τὰς αὐτοῦ χεῖρας ζῷον ἐφαπτόμενος λέγειν ὁποῖόν τί ἐστι. Καὶ δή ποτε λυκιδίου αὐτῷ ἐπιδοθέντος, ψηλαφήσας καὶ ἀμφιγνοῶν εἶπεν · "Οὐκ οἶδα πότερον λύκου ἐστὶν ἢ ἀλώπεκος ἢ τοιούτου τινὸς ζώου γέννημα· τοῦτο μέντοι σαφῶς ἐπίσταμαι ὅτι οὐκ ἐπιτήδειον τοῦτο τὸ ζῷον προβάτων ποίμνῃ συνιέναι."

Οὕτω τῶν πονηρῶν ἡ διάθεσις πολλάκις καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος καταφαίνεται.
 


Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο ν’ αναγνωρίσει,
φτάνει στα χέρια του να ’ρθεί, για να το ψηλαφίσει.
Κάποτε κάποιοι τού ’φεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σ’ αμφιβολία λιγάκι:
« Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο,
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα ’ναι σώο ».

Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απ’ το σώμα.


* Έργο του Harrison Weir (1824-1906)

Οι λαγοί και οι βάτραχοι























  

Λαγωοὶ καὶ Βάτραχοι.


Λαγωοὶ καταγνόντες ἑαυτῶν δειλίαν ἔγνωσαν δεῖν ἐαυτοὺς κατακρημνίσαι. Παραγενομένων δὲ αὐτῶν ἐπί τινα κρημνὸν, ὧι λίμνη ἐπέκειτο, ἐνταῦθα βάτραχοι ἀκούσαντες τῆς ποδοψοφίας ἑαυτοὺς εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐδίδοσαν. Εἷς δέ τις τῶν λαγωῶν θεασάμενος αὐτοὺς ἔφη πρὸς τοὺς ἑτέρους· «ἀλλὰ μηκέτι ἑαυτοὺς κατακρημνίσωμεν· ἰδοὺ γὰρ εὕρηνται καὶ ἡμῶν δειλότερα ζῶα.» 


Οὕτω καὶ τοῖς ἀνθρώπους αἱ τῶν ἄλλων δυστυχίαι τῶν ἰδίων δυστυχημάτων παραμύθιον γίνονται.


Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μ’ αυτοκτονία.
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν –
και λέει στους φίλους του λαγός, στη λίμνη μόλις φτάσαν:
« Σταθείτε, σύντροφοι καλοί, και μην αυτοκτονήστε,
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε! »

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε,
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε.


*Έργο του  Gustave Doré (1832–1883)

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Ο βάτραχος και ο σκορπιός
















Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη ν’ ανεβάσει.
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει:
« Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μ’ έναν πνιγμό δικό μου; »
« Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς· είναι το φυσικό μου ».

*Ένα παράδοξο: ο πιο γνωστός μύθος του Αισώπου φαίνεται τελικά πως δεν είναι του Αισώπου, γι' αυτό και  κατέλαβε την 100ή θέση στο βιβλίο.

**Ενδιαφέρουσα παραλλαγή του μύθου ως ιστορίας ζεν:
 Η φύση των πραγμάτων
Δύο μοναχοί έπλεναν τις κούπες τους στο ποτάμι, όταν είδαν έναν σκορπιό να πνίγεται. Ο ένας μοναχός, αμέσως τον άρπαξε και τον άφησε δίπλα στην όχθη. Κατά την διάρκεια, ο σκορπιός τον τσίμπησε.
Καθώς συνέχισε να πλένει την κούπα του, ο σκορπιός και πάλι έπεσε στο νερό. Ο μοναχός και πάλι τον έσωσε, ενώ ο σκορπιός και πάλι τον τσίμπησε.
Ο άλλος μοναχός τον ρώτησε «αδελφέ μου, γιατί συνεχίζεις να τον σώζεις, αφού το γνωρίζεις ότι είναι στην φύση του σκορπιού να τσιμπάει;»
«Διότι είναι στην δική μου φύση να σώζω» απάντησε ο μοναχός.
(από εδώ)

***Περισσότερα για το μύθο εδώ .