Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ο αστρονόμος


Ἀστρολόγος

Ἀστρολόγος ἐξιὼν ἑκάστοτε ἑσπέρας ἔθος εἶχε τοὺς ἀστέρας ἐπισκοπῆσαι. Καὶ δή ποτε περιιὼν εἰς τὸ προάστειον καὶ τὸν νοῦν ὅλον ἔχων πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔλαθε καταπεσὼν εἰς φρέαρ. Ὀδυρομένου δὲ αὐτοῦ καὶ βοῶντος, παριών τις, ὡς ἤκουσε τῶν στενάγμων, προσελθὼν καὶ μαθὼν τὰ συμβεβηκότα, ἔφη πρὸς αὐτόν· 
" Ὦ οὗτος, σὺ τὰ ἐν οὐρανῷ βλέπειν πειρώμενος τὰ ἐπὶ τῆς γῆς οὐχ ὁρᾷς;"

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι. 

Να δει τ’ αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος.
Γι’ αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά, έπεσε σε πηγάδι.
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί, οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε, του λέει:
« Ε, φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο,
δε σ’ ενδιαφέρουνε αυτά που ’ναι στη γη επάνω;…»

Στ’ αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τ’ αστέρια 
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Η αλεπού και τα σταφύλια












λώπηξ καί βότρυς

Ἀλώπηξ λιμώττουσα, ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καὶ οὐκ ἠδύνατο. Ἀπαλλαττομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· "Ὄμφακές εἰσιν." Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τῶν πραγμάτων ἐφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι' ἀσθένειαν τοὺς καιροὺς αἰτιῶνται.

Κάτω από μια κληματαριά, σταφύλια για να φτάσει,
πηδούσε αδίκως μια αλεπού, που ’χε πολύ πεινάσει.
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γι’ αλλού, λέγοντας με απάθεια:
« Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα· το χρόνο μου έχω χάσει,
αφού οι ρώγες που ’θελα δεν έχουν ωριμάσει ».

Με παροιμία το ’πανε οι άνθρωποι καθάρια:
« Όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια ».

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Σαλπιγκτής













Σαλπιγκτής

Σαλπιγκτὴς στρατὸν ἐπισυνάγων καὶ κρατηθεὶς ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐβόα· Μὴ κτείνετέ με, ὦ ἄνδρες, εἰκῆ καὶ μάτην· οὐδένα γὰρ ὑμῶν ἀπέκτεινα· πλὴν γὰρ τοῦ χαλκοῦ τούτου οὐδὲν ἄλλο κτῶμαι. Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφασαν· Διὰ τοῦτο γὰρ μᾶλλον τεθνήξῃ, ὅτι σὺ μὴ δυνάμενος πολεμεῖν τοὺς πάντας πρὸς μάχην ἐγείρεις.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πλέον πταίουσιν οἱ τοὺς κακοὺς καὶ βαρεῖς δυνάστας ἐπεγείροντες εἰς τὸ κακοποιεῖν.

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν.
« Στρατιώτες, πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω;
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ, πόλεμο εγώ δεν κάνω ».
« Μάθε λοιπόν ότι γι’ αυτό πιότερο δε γλιτώνεις·
τι κι αν εσύ δεν πολεμάς;...τους άλλους ξεσηκώνεις ».

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το ’μαθε με οδύνη:
χειρότερος κι απ’ το φονιά, αυτός που τ’ όπλο δίνει.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Η σελήνη και η μητέρα της


















Σελήνη καί μήτηρ


Σελήνη ποτὲ ἐδεῖτο τῆς ἑαυτῆς μητρὸς, ὅπως αὐτῆι χιτώνιον ὑφάνηι σύμμετρον. Ἡ δ᾿ εἶπεν· «καὶ πῶς σύμμετρον ὑφήσω; νῦν μὲν γὰρ ὁρῶ σε πανσέληνον, αὖθις δὲ μηνοειδῆ, ποτὲ δ᾿ ἀμφίκυρτον.»

Φουστάνι απ’ τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει.
« Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί, κόρη μου, να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνει;...»

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά, στο φεγγαράκι μοιάζει.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Το λιοντάρι και η αλεπού





















Λέων καί λώπηξ

Λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι᾿ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι᾿ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. Καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο νοσεῖν· καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἐπίσκεψιν ζῷα συλλαμβάνων κατήσθιε. Πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων, ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο, καὶ στᾶσα ἄποθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ πῶς ἔχοι. Τοῦ δὲ εἰπόντος· «Κακῶς,» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι᾿ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός.»
Οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν.


Λιοντάρι σε γεράματα· πώς την τροφή του πιάνει;…
Ξαπλώνει σ’ ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει.
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τ’ άμοιρα για κείνο καταλήγαν.
Μόν’ η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει.
« Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απ’ αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκαν...»

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν ν’ αποφύγουνε κινδύνους, να προσέχουν!

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Το λυχνάρι














Λύχνος
Μεθύων λύχνος ἐλαίῳ καὶ φέγγων ἐκαυχᾶτο ὡς ὑπὲρ ἥλιον πλέον λάμπει. Ἀνέμου δὲ πνοῆς συρισάσης, εὐθὺς ἐσβέσθη. Ἐκ δευτέρου δὲ ἅπτων τις εἶπεν αὐτῷ· Φαῖνε, λύχνε, καὶ σίγα· τῶν ἀστέρων τὸ φέγγος οὔποτε ἐκλείπει.
Ὅτι οὐ δεῖ τινα ἐν ταῖς δόξαις καὶ τοῖς λαμπροῖς τοῦ βίου τυφοῦσθαι· ὅσα γὰρ ἂν κτήσηταί τις, ξένα τυγχάνει.
 

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν.
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει.
Κι αυτός που το ξανάναψε, μια συμβουλή του δίνει:
« Φέγγε, λυχνάρι, όσο θες· μα κάλλιο να σωπάσεις.
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις ».

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Το ελάφι και το αμπέλι














Ἔλαφος καὶ ἄμπελος
 
Ἔλαφος διωκομένη ὑπὸ κυνηγῶν ἐκρύπτετο ὑπό τινα ἄμπελον. Διελθόντων δὲ τῶν κυνηγῶν, στραφεῖσα κατήσθιε τὰ φύλλα τῆς ἀμπέλου. Εἷς δέ τις τῶν κυνηγῶν στραφεὶς καὶ θεασάμενος, ὃ εἶχεν ἀκόντιον βαλών, ἔτρωσεν αὐτήν. Ἡ δὲ μέλλουσα τελευτᾶν στενάξασα πρὸς ἑαυτὴν ἔφη· Δίκαιά γε πάσχω, ὅτι τὴν σώσασάν με ἄμπελον ἠδίκησα.


Οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν κατὰ ἀνδρῶν οἵτινες τοὺς εὐεργέτας ἀδικοῦντες ὑπὸ θεοῦ κολάζονται.


Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε.
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε.
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε, εύκολα το σκοτώσαν.

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις.
Για την αχαριστία σου, πληρώνεις· δε γλιτώνεις.

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Τα βόδια και ο τροχός













Βόες καὶ ἄξων

Βόες ἅμαξαν εἷλκον. Τοῦ δὲ ἄξονος τρίζοντος, ἐπιστραφέντες ἔφασαν οὕτως πρὸς αὐτόν· " Ὦ οὗτος, ἡμῶν τὸ ὅλον βάρος φερόντων, σὺ κέκραγας;"
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι, μοχθούντων ἑτέρων, αὐτοὶ προσποιοῦνται κάμνειν.

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο:
« Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις;
Εμείς το βάρος έχουμε, εσύ γιατί φωνάζεις;...»

Κι ό,τι τα βόδια είπανε, ισχύει και στους ανθρώπους.
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Ο γεωργός και τα παιδιά του




















Γεωργὸς καὶ παῖδες αὐτοῦ 

Γεωργός τις μέλλων καταλύειν τὸν βίον καὶ βουλόμενος τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας πεῖραν λαβεῖν τῆς γεωργίας, προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἔφη· "Παῖδες ἐμοὶ, ἐγὼ μὲν ἤδη τοῦ βίου ὑπέξειμι, ὑμεῖς δ' ἅπερ ἐν τῇ ἀμπέλῳ μοι κέκρυπται ζητήσαντες, εὑρήσετε πάντα." Οἱ μὲν οὖν οἰηθέντες θησαυρὸν ἐκεῖ που κατορωρύχθαι, πᾶσαν τὴν τῆς ἀμπέλου γῆν μετὰ τὴν ἀποβίωσιν τοῦ πατρὸς κατέσκαψαν. Καὶ θησαυρῷ μὲν οὐ περιέτυχον, ἡ δὲ ἄμπελος καλῶς σκαφεῖσα πολλαπλασίονα τὸν καρπὸν ἀνέδωκεν.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ὁ κάματος θησαυρός ἐστι τοῖς ἀνθρώποις.


Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του,
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απ’ τη δουλειά του.
« Παιδιά μου, φεύγω απ’ τη ζωή, όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ, στο αμπέλι να τα βρείτε ».
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους, είχαν το αμπέλι σκάψει.
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένο;…
Το αμπέλι έδωσε καρπό, έτσι καλά σκαμμένο.

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε ν’ αποκτήσεις·
μονάχα με τον κόπο σου μπορεί να θησαυρίσεις.

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Η κοιλιά και τα πόδια




















Κοιλία καὶ πόδες


Κοιλία καὶ πόδες περὶ δυνάμεως ἤριζον. Παρ᾿ ἕκαστα δὲ τῶν ποδῶν λεγόντων ὅτι τοσοῦτον προέχουσι τῇ ισχύι ὡς καὶ αὐτὴν τὴν γαστέρα βαστάζειν, ἐκείνη ἀπεκρίνατο· «Ἀλλ᾿, ὦ οὗτοι, ἐὰν μὴ ἐγὼ τροφὴν ὑμῖν παράσχωμαι, οὐδὲ ὑμεῖς βαστάζειν δυνήσεσθε.»

Οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν στρατευμάτων τὸ μηδὲν ἐπὶ τὸ πολὺ πλῆθος, ἐὰν μὴ οἱ στρατηγοὶ ἄριστα φρονῶσιν.


Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν.
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά, τα πόδια δε λυγίζουν;…
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του:
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του;

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος















Ἄνθρωπος καὶ σάτυρος

Ἄνθρωπον ποτε λέγεται πρὸς σάτυρον φιλίαν σπείσασθαι. Καὶ δὴ χειμῶνος καταλαβόντος καὶ ψύχους γενομένου, ὁ ἄνθρωπος προσφέρων τὰς χεῖρας τῷ στόματι ἐπέπνει. Τοῦ δὲ σατύρου τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι' ἣν τοῦτο πράττει, ἔλεγεν ὅτι θερμαίνει τὰς χεῖρας διὰ τὸ κρύος. Ὕστερον δὲ παρατεθείσης αὐτοῖς τραπέζης καὶ προσφάγματος θερμοῦ σφόδρα ὄντος, ὁ ἄνθρωπος ἀναιρούμενος κατὰ μικρὸν τῷ στόματι προέσφερε καὶ ἐφύσα. Πυνθανομένου δὲ πάλιν τοῦ σατύρου τί τοῦτο ποιεῖ, ἔφασκε καταψύχειν τὸ ἔδεσμα, ἐπεὶ λίαν θερμόν ἐστι. Κἀκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· " Ἀλλ' ἀποτάσσομαί σου τῇ φιλίᾳ, ὦ οὗτος, ὅτι ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος καὶ τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν ἐξιεῖς."

Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς περιφεύγειν δεῖ τὴν φιλίαν ὧν ἀμφίβολός ἐστιν ἡ διάθεσις.


Χειμώνας· κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει.
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό, αυτό για να κρυώσει,
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει:
« Άνθρωπε, ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο,
γιατί απ’ το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο ».

Ο μύθος ν’ αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σ’ αμφιβολία.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Η αλεπού και το λιοντάρι













 Ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα
 
Ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα, ἐπειδὴ κατά τινα συντυχίαν ὑπήντησε, τὸ μὲν πρῶτον ἰδοῦσα οὕτως διεταράχθη ὡς μικροῦ καὶ ἀποθανεῖν. Ἐκ δευτέρου δὲ αὐτῷ περιτυχοῦσα ἐφοβήθη μέν, ἀλλ' οὐχ οὕτως ὡς τὸ πρότερον. Ἐκ τρίτου δὲ θεασαμένη οὕτω κατεθάῤῥησεν ὡς καὶ προσελθοῦσα αὐτῷ διελέχθη.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της.
Πρώτη φορά σαν το ’δε αυτή, έχασε τη μιλιά της.
Τρόμαξε και τη δεύτερη, όμως πολύ πιο λίγο.
Την τρίτη το συνήθισε και το ’κανε και φίλο.

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στ’ αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα


















Αἰπόλος καὶ αἶγες ἄγριαι

Αἰπόλος τὰς αἶγας αὑτοῦ ἀπελάσας ἐπὶ νομήν, ὡς ἐθεάσατο ἀγρίαις αὐτὰς ἀναμιγείσας, ἑσπέρας ἐπιλαβούσης, πάσας εἰς τὸ ἑαυτοῦ σπήλαιον εἰσήλασε. Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ χειμῶνος πολλοῦ γενομένου, μὴ δυνάμενος ἐπὶ τὴν συνήθη νομὴν αὐτὰς παραγαγεῖν, ἔνδον ἐτημέλει, ταῖς μὲν ἰδίαις μετρίαν τροφὴν παραβάλλων πρὸς μόνον τὸ μὴ λιμώττειν, ταῖς δὲ ὀθνείαις πλείονα παρασωρεύων πρὸς τὸ καὶ αὐτὰς ἰδιοποιήσασθαι. Παυσαμένου δὲ τοῦ χειμῶνος, ἐπειδὴ πάσας ἐπὶ νομὴν ἐξήγαγεν, αἱ ἄγριαι ἐπιλαβόμεναι τῶν ὀρῶν ἔφευγον. Τοῦ δὲ ποιμένος ἀχαριστίαν αὐτῶν κατηγοροῦντος, εἴγε περιττοτέρας αὐταὶ τημελείας ἐπιτυχοῦσαι καταλείπουσιν αὐτὸν, ἔφασαν ἐπιστραφεῖσαι· "Ἀλλὰ καὶ δι' αὐτὸ τοῦτο μᾶλλον φυλαττόμεθα· εἰ γὰρ ἡμᾶς τὰς χθές σοι προσεληλυθυίας τῶν πάλαι σὺν σοὶ προετίμησας, δῆλον ὅτι, εἰ καὶ ἕτεραί σοι μετὰ ταῦτα προσπελάσουσιν, ἐκείνας ἡμῶν προκρινεῖς."
Ὁ λόγος δηλοῖ μὴ δεῖν τούτων ἀσμενίζεσθαι τὰς φιλίας οἷ τῶν παλαιῶν φίλων ἡμᾶς τοὺς προσφάτους προτιμῶσι, λογιζομένους ὅτι, κἂν ἡμῶν ἐγχρονιζόντων ἑτέροις φιλιάσωσιν, ἐκείνους προκρινοῦσιν.


Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα.
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί, πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες.
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τ’ αγριοκάτσικά του.
Τα ζώα απ’ το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν·
βγήκαν και τ’ άγρια απ’ τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν.

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα:
πως όποιος πάει για τα πολλά, θα χάσει και τα λίγα.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά





















Ὄρνις χρυσοτόκος


Ὄρνιν τις εἶχε καλὴν χρυσᾶ ὠὰ τίκτουσαν· νομίσας δὲ ἔνδον αὐτῆς ὄγκον χρυσίου εἶναι καὶ θύσας εὗρεν οὖσαν ὁμοίαν τῶν λοιπῶν ὀρνίθων. Ὁ δὲ ἀθρόον πλοῦτον ἐλπίσας εὑρεῖν καὶ τοῦ μικροῦ κέρδους ἐστερήθη. Ὅτι τοῖς παροῦσιν ἀρκείσθω τις καὶ τὴν ἀπληστίαν φευγέτω.


Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της.
Βρε, λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της;
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας, την πιάνει και τη σφάζει –
μα βρίσκει μόνον έντερα· στις άλλες κότες μοιάζει...

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία:
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Τα σαλιγκάρια




















Κοχλίαι

Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτα· ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη· «Ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον.


Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε.
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται, τραγουδάνε;..

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί, τρελού εικόνα δίνει.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του




















Ἀνὴρ μεσοπόλιος καί  ἑταῖραι

Ἀνὴρ μεσοπόλιος δύο ἐρωμένας εἶχεν, ὧν ἡ μὲν νέα ὑπῆρχεν, ἡ δὲ πρεσβῦτις. Καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν, διετέλει, εἴ ποτε πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη. Ἡ δὲ νεωτέρα ὑποστελλομένη γέροντα ἐραστὴν ἔχειν τὰς πολιὰς αὐτοῦ ἀπέσπα. Οὕτω τε συνέβη αὐτῷ ὑπὸ ἀμφοτέρων ἐν μέρει τιλλομένῳ φαλακρὸν γενέσθαι.
Οὕτω πανταχοῦ τὸ ἀνώμαλον ἐπιβλαβές ἐστι.

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε·
μεσόκοπος αστός, σε μαύρο χάλι –
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε·
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη...

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μ’ έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά – μένει μοιραία
δίχως μαλλιά · δίχως μυαλό κεφάλι...

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Το λιοντάρι και ο βάτραχος















Λέων καί βάτραχος 


Λέων ἀκούσας βατράχου κεκραγότος ἐπεστράφη πρὸς τὴν φωνήν, οἰόμενος μέγα τι ζῷον εἶναι. Προσμείνας δὲ μικρὸν χρόνον, ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν ἀπὸ τῆς λίμνης ἐξελθόντα, προσελθὼν καταπάτησεν εἰπών· «Εἶτα τηλικοῦτος ὢν τηλικαῦτα βοᾷς;» 

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει.
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το ’δε να παρατάει,
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απ’ όσα ακούμε.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Ο κύκνος

















Κύκνος ἀντὶ χηνὸς ἀπαχθείς

Ἀνὴρ εὐπορῶν χῆνά τε ἅμα καὶ κύκνον ἔτρεφεν, οὐκ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς μέντοι· τὸν μὲν γὰρ ᾠδῆς, τὸν δὲ τραπέζης ἕνεκεν. Ἐπεὶ δὲ ἔδει τὸν χῆνα παθεῖν ἐφ᾿ οἷς ἐτρέφετο, νὺξ μὲν ἦν, καὶδιαγινώσκειν ὁ καιρὸς οὐκ ἀφῆκεν ἑκάτερον. Ὁ δὲ κύκνος, ἀντὶ τοῦ χηνὸς ἀπαχθείς, ᾄδει τι μέλος θανάτου προοίμιον, καὶ τῇ μὲν ᾠδῇ μηνύει τὴν φύσιν, τὴν δὲ τελευτὴν διαφεύγει τῷ μέλει.  
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις ἡ μουσικὴ τελευτῆς ἀναβολὴν ἀπεργάζεται.

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά, να μην τα φάει η πείνα:
κύκνο για το τραγούδι του, για φαγητό μια χήνα.
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε· τον κύκνο είχε αρπάξει.
Κι εκείνος άσμα τραγουδά, πρόλογο του θανάτου,
το λάθος φανερώνοντας έτσι στ’ αφεντικά του.
Το κύκνειο άσμα που ’ψαλε του ’σωσε το κεφάλι,
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι





















Ταῦρος καί τράγος

Λέοντα φεύγων ταῦρος εἰς σπήλαιον ἔδυ· τράγος δὲ τοῦτον τοῖς κέρασιν ἐξώθει. Ὁ δὲ εἶπεν· Οὐ σέ, ἀλλὰ τὸν λέοντα φοβοῦμαι· ἐπεὶ παρελθέτω, καὶ τότε γνώσῃ τίς ἡ δύναμις ταύρου καὶ τράγου.
Ὅτι πολλάκις καὶ δυνατοὺς ἄνδρας αἱ συμφοραὶ ταπεινοῦσιν ὥστε τὰς ἐξ εὐτελῶν καὶ δειλῶν ὑπομένειν αἰκίας.



Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι.
« Τα κέρατά σας τα σκληρά », ο ταύρος λέει, « θ’ αντέξω,
όχι από φόβο για εσάς, αλλά γι’ αυτόν που ’ναι έξω ».

Ν’ αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου,
αν έτσι σώζεσαι απ’ αυτούς που ’ναι ισχυρότεροί σου.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ο ναυαγός
















Ἀνὴρ  ναυαγός

Ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ' ἑτέρων τινῶν ἔπλει. Καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης, οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ' ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. Εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· "Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ. Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν. Ὅτι ἀγαπητόν ἐστι καὶ ἐνεργοῦντας θεῶν εὐνοίας τυγχάνειν ἢ ἑαυτῶν ἀμελοῦντας ὑπὸ τῶν δαιμόνων περισώζεσθαι."
Τοὺς εἰς συμφορὰς ἐμπίπτοντας χρὴ καὶ αὐτοὺς ὑπὲρ ἑαυτῶν κοπιᾶν καὶ οὕτω τοῦ θεοῦ περὶ βοηθείας δέεσθαι.

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει.
Το πλοίο ανατρέπεται· όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε.
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει.
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει:
« συν Αθηνά και χείρα κίνει ».

Μην περιμένεις να σωθείς, σε συμφορές σαν πέσεις,
χωρίς αγώνα, αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Το καλάμι και η ελιά















 Κάλαμος καὶ ἐλαία 

Διὰ καρτερίαν καὶ ἰσχὺν καὶ ἡσυχίαν κάλαμος καὶ ἐλαία ἤριζον. Τοῦ δὲ καλάμου ὀνειδιζομένου ὑπὸ τῆς ἐλαίας ὡς ἀδυνάτου καὶ ῥᾳδίως ὑποκλινομένου πᾶσι τοῖς ἀνέμοις, ὁ κάλαμος σιωπῶν οὐκ ἐφθέγξατο. Καὶ μικρὸν ὑπομείνας, ἐπειδὴ ἄνεμος ἔπνευσεν ἰσχυρός, ὁ μὲν κάλαμος ὑποσεισθεὶς καὶ ὑποκλινθεὶς τοῖς ἀνέμοις ῥᾳδίως διεσώθη· ἡ δ᾿ ἐλαία, ἐπειδὴ ἀντέτεινε τοῖς ἀνέμοις, κατεκλάσθη τῇ βίᾳ. 
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ τῷ καιρῷ καὶ τοῖς κρείττοσιν αὐτῶν μὴ ἀνθιστάμενοι κρείττους εἰσὶ τῶν πρὸς μείζονας φιλονεικούντων.

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε.
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται, κρακ, σπάει·
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει...

Δεν πρέπει ν’ αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου·
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου.

Ο φιλάργυρος


Φιλάργυρος
 
Φιλάργυρός τις οὐσίαν αὐτοῦ ἅπασαν ἐξαργυρωσάμενος καὶ βῶλον χρυσοῦν ποιήσας καὶ τοῦτον ἔν τινι τοίχῳ κατορύξας, καθ᾿ ἑκάστην ἐρχόμενος ἑώρα αὐτόν. Καὶ δὴ τῶν ἐργατῶν τις παρατηρήσας, καταλαβὼν τὸν τόπον καὶ τὸ χρυσίον εὑρὼν ἀνείλατο. Μετὰ μικρὸν δὲ ἐλθὼν ὁ ἴδιος δεσπότης καὶ μὴ εὑρὼν αὐτὸ ἤρξατο κλαίειν καὶ τίλλειν τὰς τρίχας αὐτοῦ. Ἰδὼν δέ τις αὐτὸν οὕτως ὀλοφυρόμενον ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν καὶ μαθὼν ἔφη αὐτῷ· Ὦ οὗτος, μὴ λυποῦ, ἀλλὰ λαβὼν λίθον, θὲς ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ νόμιζε τὸ χρυσίον εἶναι· ὡς γὰρ ὁρῶ, οὐδὲ ὅτε ἦν, ἔχρῃζες αὐτοῦ. 
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐδέν ἐστιν ἡ κτῆσις, ἐὰν μὴ ἡ χρῆσις παρῇ.

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο·
για να το κρύβει εύκολα, χρυσό αγοράζει βώλο.
Κι αφού τόπο επέλεξε, μεγάλο λάκκο σκάβει –
μαζί με την ψυχούλα του, εκεί το βώλο θάβει.
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει,
μα κλέφτης που τον πρόσεξε, πάει και του τον παίρνει.
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει,
θρηνολογώντας, τα μαλλιά τραβούσε απ’ τη λύπη.
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη,
αφού λιγάκι σκέφτηκε, σοφά τον συμβουλεύει:
« Φίλε μου, πάψε να θρηνείς, έλεος πια, νισάφι!
Σαν να μην το ’χες ήτανε και που ’χες το χρυσάφι...
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν,
αφού και που ’χες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν ».

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Οι χύτρες














Χύτραι 
 
Χύτραν ὀστρακίνην καὶ χαλκῆν ποταμὸς κατέφερεν. Ἡ δὲ ὀστρακίνη τῇ χαλκῇ ἔλεγεν· Μακρόθεν μου κολύμβα, καὶ μὴ πλησίον· ἐὰν γάρ μοι σὺ προσψαύσῃς, κατακλῶμαι, κἂν ἐγὼ μὴ θέλουσα προσψαύσω.
Ὅτι ἐπισφαλής ἐστι βίος πένητι δυναστοῦ ἅρπαγος πλησίον παροικοῦντι.


Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει:
μια από πηλό, μια από χαλκό, κοντά το ρεύμα φέρνει.
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει: « Μην πλησιάσεις·
γιατί αν μ’ αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις ».

Μακριά το σπίτι του φτωχού
απ’ το παλάτι του ισχυρού!

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ο γέρος και ο Θάνατος














Γέρων καί Θάνατος

Γέρων ποτὲ ξύλα κόψας καὶ ταῦτα φέρων πολλὴν ὁδὸν ἐβάδιζε. Διὰ δὲ τὸν κόπον τῆς ὁδοῦ ἀποθέμενος τὸ φορτίον τὸν Θάνατον ἐπεκαλεῖτο. Τοῦ δὲ Θανάτου φανέντος καὶ πυθομένου δι' ἣν αἰτίαν αὐτὸν παρακαλεῖται, ὁ γέρων ἔφη· " Ἴνα τὸ φορτίον ἄρῃς."
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος, ἐν τῷ βίῳ κἂν δυστυχῇ.

Γέρος τα ξύλα που ’κοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ, το Θάνατο καλούσε.
Μα όταν του ’ρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει,
« ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος », του απαντάει.

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε, έστω κι αν δυστυχούμε.

Οι κλέφτες και ο κόκορας















Κλέπται καὶ ἀλεκτρυών

Κλέπται εἴς τινα εἰσελθόντες οἰκίαν οὐδὲν εὗρον ὅτι μὴ ἀλεκτρυόνα, καὶ τοῦτον λαβόντες ἀπῄεσαν. Ὁ δὲ μέλλων ὑπ᾿ αὐτῶν θύεσθαι ἐδεῖτο ὡς ἂν αὐτὸν ἀπολύσωσι, λέγων χρήσιμος εἶναι τοῖς ἀνθρώποις νυκτὸς αὐτοὺς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρων. Οἱ δὲ ἔφασαν· Αλλὰ διὰ τοῦτό σε μᾶλλον θύομεν· ἐκείνους γὰρ ἐγείρων κλέπτειν ἡμᾶς οὐκ ἐᾷς.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ταῦτα μάλιστα τοῖς πονηροῖς ἐναντιοῦται ἃ τοῖς χρηστοῖς ἐστιν εὐεργετήματα.

Μία φορά κι έναν καιρό, κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν, τίποτε εκεί δε βρήκαν.
Για να μη φύγουν άπραγοι, πήραν απ’ το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό, κάτι να κλέψουν έτσι.
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν –
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό, αν τον σφάξουν;...
« Γι’ αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις:
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν, σ’ εμάς χαλάστρα κάνεις ».

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις,
τους κακούς θα τους πικράνεις.

Ο γιατρός και ο ασθενής


Ἰατρὸς καὶ νοσῶν

Ἰατρὸς ἐκκομιζομένῳ τινὶ τῶν οἰκείων ἐπακολουθῶν ἔλεγε πρὸς τοὺς προπέμποντας ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος, εἰ οἴνου ἀπείχετο καὶ κλυστῆρσιν ἐχρήσατο, οὐκ ἂν ἀπέθανε. Τούτων δέ τις ὑποτυχὼν ἔφη· Ὦ οὗτος, ἀλλ᾿ οὐ νῦν σε ἔδει ταῦτα λέγειν, ὅτε οὐδὲν ὄφελος, τότε δὲ παραινεῖν, ὅτε καὶ χρῆσθαι ἠδύνατο.

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία·
μαζί μ’ αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία.
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα ’χε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει.
Και κάποιος του ’πε: « Φίλε μου, καιρός να το βουλώσεις.
Γιατί όσο ζούσε θα ’πρεπε τις συμβουλές να δώσεις ».